- οἰωνοσκοπικά
- οἰωνοσκοπικόςofneut nom/voc/acc plοἰωνοσκοπικά̱ , οἰωνοσκοπικόςoffem nom/voc/acc dualοἰωνοσκοπικά̱ , οἰωνοσκοπικόςoffem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οἰωνοσκοπικάς — οἰωνοσκοπικά̱ς , οἰωνοσκοπικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Артемидор Далдианский — У этого термина существуют и другие значения, см. Артемидор. Разворот первого издания «Онейрокритики» на латинском языке … Википедия
Онейрокритика — Разворот первого издания «Онейрокритики» на латинском языке Титульный лист издания «Онейрокритики» 1518 года Артемидор Далдианский (Ἀρτεμίδωρος ο Δαλδιανός) автор «Онейрокритики». Был родом из Эфеса, однако предпочитал прозвище Далдианский, в… … Википедия
Αρτεμίδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Βακτριανής (μεταξύ 3ου και 1ου αι. π.Χ.). Βρέθηκαν νομίσματά του που φέρουν ελληνικές και ινδικές επιγραφές. 2. Γεωγράφος από την Έφεσο (τέλη 2ου – αρχές 1ου αι. π.Χ.). Ταξίδεψε σε όλη τη Μεσόγειο, σε… … Dictionary of Greek